Λιβόρνο

Λιβόρνο
(Livorno). Πόλη (148.143 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.213 τ. χλμ., 316.757 κάτ.) στην Τοσκάνη. Είναι χτισμένη σε μία λοφώδη περιοχή στις ακτές του Λιγυρικού πελάγους και αναπτύχθηκε γύρω από ένα κάστρο του 11ου αι. Οφείλει την ευημερία του στους Μεδίκους, οι οποίοι το 1530 ξεκίνησαν να κατασκευάζουν λιμενικά έργα και βοήθησαν την πόλη να εξελιχθεί σε κέντρο εμπορίου μπαχαρικών. Έτσι, αποτέλεσε το μεγαλύτερο λιμάνι της Τοσκάνης και το 1691 πήρε τον τίτλο της ελεύθερης πόλης, τον οποίο και διατήρησε έως το 1868, χρονολογία της προσάρτησής του στην Ιταλία. Παρά τις καταστροφές που γνώρισε κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, το Λ. είναι ένα από τα δέκα μεγαλύτερα λιμάνια της Ιταλίας. Εκτός από τις βιομηχανίες που είναι εγκατεστημένες γύρω από την πόλη (πετροχημικές, μηχανικών κατασκευών), ακμάζουν και οι πατροπαράδοτες δραστηριότητες, που βασίζονται στη μεταποίηση των γεωργικών προϊόντων της ενδοχώρας (ελαιουργεία, σαπωνοποιεία, αλευρόμυλοι). Το Λ. διαθέτει επίσης ναυπηγεία και αποτελεί έδρα της μόνης ναυτικής ακαδημίας της Ιταλίας. Άποψη του Λιβόρνο, ενός από τα σημαντικότερα λιμάνια και βιομηχανικά κέντρα της Ιταλίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πάλλη, Αγγελική — (Λιβόρνο 1798 – 1875). Ποιήτρια και πεζογράφος. Η Α.Π. είχε ευρύτατη μόρφωση και γνώριζε εκτός από την ελληνική, την ιταλική, τη γαλλική και την αγγλική γλώσσα. Ως συγγραφέας έγραψε κυρίως στα ιταλικά ποιήματα, δραματικά έργα, διηγήματα και… …   Dictionary of Greek

  • σίγουρος — Επώνυμο οικογένειας της Ζακύνθου, που καταγόταν από τους Νορμανδούς ιππότες της Γαλλίας de Segur. Απόγονοι της οικογένειας αυτής εγκαταστάθηκαν στην Απουλία και τη Ζάκυνθο. Γενάρχης του κλάδου της Ζακύνθου ήταν ο Νούκιος. 1. Δραγανίγος (1547… …   Dictionary of Greek

  • Ζαμπέλιος — Επώνυμο οικογένειας συγγραφέων και λογίων, από τη Λευκάδα. 1. Γεώργιος (18oς αι.). Έγραψε την Ακολουθία των αγίων ενδόξων μεγάλων μαρτύρων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου. 2. Ιωάννης (Λευκάδα 1787 – Κέρκυρα 1856). Δραματικός ποιητής. Σπούδασε νομικά …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Παλιουρίτης, Γρηγόριος — Ιερομόναχος και λόγιος από τα Ιωάννινα. Έζησε το δεύτερο μισό του 18ου αι. Τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε από έναν καλόγηρο της μονής Παλιουρής της Ηπείρου και έπειτα φοίτησε στη Μπαλαναία σχολή και στη σχολή του Ψαλλίδα στα Ιωάννινα. Το 1805, ο Π.… …   Dictionary of Greek

  • Περραιβός, Χριστόφορος — (ψευδώνυμο του Χρυσάφη Χατζηβασίλη, Πάνω Πούρλες Ολύμπου 1773 – Αθήνα 1863). Συνεργάτης του Ρήγα, Φιλικός, αγωνιστής της Επανάστασης του ’21, στρατηγός κατόπιν και αξιόλογος ιστορικός συγγραφέας Γύρω από τη ζωή του, τη δράση του και το συγγραφικό …   Dictionary of Greek

  • Names of European cities in different languages: I–L — v · d · …   Wikipedia

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη …   Dictionary of Greek

  • αλαμπουρνέζικα — τα ακατανόητα, αλλόκοτα, ακατάληπτα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης προέλευσης. Κατά τον Φαιδ. Κουκουλέ, η λ. προέρχεται από τη φράση αλά Μπουρνέζικα, «στα Μπουρνέζικα, δηλ. στη γλώσσα τής Σουδανικής φυλής Μπουρνού» απ’ όπου και η σημασία «αλλόκοτα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”